Ούγγροι

Ούγγροι
οι
λαός που ανήκει στον ουγγροφιννικό κλάδο τής ουραλοαλταϊκής φυλής, αλλ. Μαγυάροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. Οὔγγ(α)ροι < Οὐνούγουροι < Οὖννοι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Χαϊδούκοι — Χριστιανοί πατριώτες, Σέρβοι και Βούλγαροι, ήρωες της αντίστασης εναντίον των Τούρκων. X. ονομάζονταν και οι Ούγγροι βογυάροι, που συγκροτούσαν διάφορα στρατιωτικά σώματα. Οι Ούγγροι X. εκφυλίστηκαν αργότερα σε ληστές αλλά από το 1605… …   Dictionary of Greek

  • угрин — прилаг. угорский венгр, венгерский , только др. русск. угринъ, мн. угре (Пов. врем. лет), укр. вугор, угор, сербск. цслав. ѫгринъ, мн. ѫгре, сербохорв. у̀гар, род. п. у̀гра, также у̀грин, словен. vogǝr, vogrin (Мi. ЕW 223), чеш. uher, слвц. uhor …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Hungarian prehistory — See Pannonian basin before Hungary for the prehistory of Hungary (as opposed to the prehistory of the Hungarian people). The Tree of Life on an ancient Magyar sabertache (tarsoly) plate Hungarian prehistory (Hungarian: magyar őstörténet) refers… …   Wikipedia

  • Мадьяры — господствующее племя в Транслейтанской части Австро Венгерской монархии (Королевство Венгрия). Главная масса этого племени живет в Средней Венгрии, по обоим берегам Дуная и Тисы; на З. их поселения доходят почти до самой границы королевства; в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Венгрия — У этого термина существуют и другие значения, см. Венгрия (значения). Венгрия Magyarország …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”